- θερισμός
- οτο κόψιμο των σιτηρών: Εποχή θερισμού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θερισμός — mowing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερισμός — H εργασία της αποκοπής των ώριμων σιτηρών, η οποία γίνεται είτε με το απλό δρεπάνι, είτε με ειδικές μηχανές. Η εμφάνιση μηχανών συγκομιδής –όπως οι απλές θεριστικές, οι θεριστικές αυτοδετικές και οι θεριστικές αλωνιστικές– έδωσε μεγάλη ώθηση στη… … Dictionary of Greek
θερισμοί — θερισμός mowing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερισμοῦ — θερισμός mowing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερισμούς — θερισμός mowing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερισμῷ — θερισμός mowing masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερισμόν — θερισμός mowing masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέρος — (I) ο 1. ο θερισμός 2. η εποχή τού θερισμού 3. παροιμ. «θέρος, τρύγος, πόλεμος» λέγεται για κάτι που δεν επιδέχεται αναβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος, το με μεταβολή γένους]. (II) το (ΑΜ θέρος) μια από τις τέσσερεις εποχές τού χρόνου, η πιο ζεστή από… … Dictionary of Greek
Μπρίγκελ, Πίτερ — (Pieter Bruegel, Μπρέντα 1526 ή 1531 Βρυξέλλες 1569). Αποκαλείται πρεσβύτερος, για να διακρίνεται από έναν από τους γιους του, δευτερεύοντα ζωγράφο. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους όλων των εποχών. Νεώτατος μαθήτευσε στις Βρυξέλλες … Dictionary of Greek
жатва — ст. слав. жѩтва θερισμός, θέρος (Супр.), болг. жътва (Младенов 169), сербохорв. же̏тва, словен. žêtva, žêtev, чеш. žatva. Далее, к ст. слав. жѩти, русск. жать, жну. Ср. др. инд. hantvas бить (Уленбек, Aind. Wb. 357) … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера